сшибать - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

сшибать - translation to γαλλικά


сшибать      
culbuter , renverser ; abattre
отшибать      
1) ( ушибить себе что-либо ) se faire mal à qch , se cogner qch
отшибить руку - se cogner la main
2) ( отломить, отбить ) casser
отшибать ручку у чашки - casser l'anse de la tasse
у меня отшибло память - j'ai perdu la mémoire
расшибать      
см. расшибить

Ορισμός

сшибать
несов. перех.
1) разг. Сбивать, сваливать ударом, толчком.
2) перен. разг.-сниж. Получать деньги в результате вымогательства.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για сшибать
1. Никто не хочет работать, все мечтают только "бабки" сшибать.
2. Не те в России зарплаты, чтобы сшибать миллиарды на билетах.
3. Сшибать кегли вам, конечно, предложат по повышенной цене.
4. Попросту те же менты начнут сшибать деньжата с закурившего посреди улицы.
5. Я не ставлю себе цель наживаться на этом, сшибать сумасшедшую прибыль.